Δυσανεξία στη λακτόζη
Αναγνώστης του ιστολογίου είχε την απορία : Τί είναι η δυσανεξία στη λακτόζη; Για ποιoύς λόγους εμφανίζεται; Παρακάτω θα δοθεί απάντηση στο ερώτημα του με όσο το δυνατόν πιο κατανοητό τρόπο.
Πίνακας 1: γεωγραφική κατανομή ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη. Με κόκκινο οι περιοχές με τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης της δυσανεξίας, Πράσινο : μικρότερα ποσοστά.Γκρι περιοχές: δεν υπάρχουν μετρήσεις. Πηγή πίνακα: Wikimedia Commons
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μία πάρα πολύ συχνή δυσανεξία. Αλλιώς ονομάζεται υπολακτασία. Πρόκειται για γενετική διαταραχή. Η πρώτη φορά που οι επιστήμονες ασχολήθηκαν με αυτή την κατάσταση ήταν το 1963, αν και προϋπήρχε. Από ότι φαίνεται, η δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζεται πιο συχνά σε άτομα που ζουν στα νότια κλίματα (Νότια Ευρώπη, Αφρική, Ινδία, Μογγολία).
Η δυσανεξία στη λακτόζη προκαλείται από την έλλειψη του ενζύμου λακτάση. Η λακτάση είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται φυσιολογικά στο λεπτό έντερο και διασπά τη λακτόζη, ένα κύριο συστατικό του γάλακτος. Η λακτόζη είναι υδατάνθρακας και δίνει στο γάλα τη γλυκιά του γεύση.
Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη έχουν χαμηλότερα επίπεδα λακτάσης από το συνηθισμένο, με αποτέλεσμα να μην γίνεται σωστά η πέψη του γάλακτος(δεν διασπάται η λακτόζη). Όταν το άτομο καταναλώσει γαλακτοκομικά με σημαντική ποσότητα λακτόζης, πχ πάνω από 12 γρ (όσο περιέχει ένα ποτήρι γάλα) έχει ενοχλήσεις μετά την κατανάλωση τους όπως φούσκωμα, πόνος στην κοιλιά, κράμπες στην κοιλιά, διάρροια κλπ.
Πολλές φορές το άτομο στην παιδική ηλικία έχει φυσιολογικά επίπεδα λακτάσης στο έντερο, δηλ η πέψη του γάλακτος γίνεται φυσιολογικά ενώ όταν μεγαλώσει ( ενήλικη ζωή) τα επίπεδα αυτά πέφτουν. Τότε το άτομο εμφανίζει τις ενοχλήσεις που προαναφέρθηκαν. Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι πιθανό να πρόκειται για φυσιολογική εξέλιξη του οργανισμού.
Κάποιοι άλλοι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στην δυσανεξία στο γάλα είναι μολύνσεις στο λεπτό έντερο, υποθρεψία, σε άτομα με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, σε άτομα που φέρουν τον ιό HIV, καθώς και σε άτομα που για μεγάλο χρονικό διάστημα σιτίζονταν μόνο με ορό πχ κάποιος που νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο.
Επειδή όπως αναφέρθηκε τα άτομα με δυσανεξία έχουν χαμηλά επίπεδα λακτάσης μπορούν να δοκιμάζουν να καταναλώσουν μικρές ποσότητες γαλακτοκομικών πχ 100 ml γάλα. Σε κάποιες περιπτώσεις ο οργανισμός μπορεί να ανταποκριθεί και σταδιακά να ανεβούν τα επίπεδα της λακτάσης.
Ακόμα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση πχ γιαούρτι, επιδόρπιο γιαουρτιού, τυρί, κεφίρ έχουν χαμηλότερα επίπεδα λακτόζης από το γάλα και είναι συνήθως πιο ανεκτά από τον οργανισμό (σε λογικές πάντα ποσότητες). Επιπλέον κυκλοφορούν στην αγορά ειδικά γάλατα με λιγότερη λακτόζη (70% λιγότερη λακτόζη).
Επίσης υπάρχουν προϊόντα από σόγια (γάλα σόγιας , τόφου). Δεν είναι γαλακτοκομικά προϊόντα, όμως η γεύση τους μοιάζει με τα γαλακτοκομικά. Δεν περιέχουν λακτόζη.
εικόνα 1: κεφίρ, εικόνα 2: τόφου
λέξεις κλειδιά: δυσανεξία, δυσανεξια, λακτοζη, λακτόζη, λακτάση, λακταση, γάλα, γαλα, ζύμωση, γαλα σόγιας, ένζυμο, ενζυμο, τόφου, κεφίρ
Πίνακας 1: γεωγραφική κατανομή ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη. Με κόκκινο οι περιοχές με τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης της δυσανεξίας, Πράσινο : μικρότερα ποσοστά.Γκρι περιοχές: δεν υπάρχουν μετρήσεις. Πηγή πίνακα: Wikimedia Commons
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μία πάρα πολύ συχνή δυσανεξία. Αλλιώς ονομάζεται υπολακτασία. Πρόκειται για γενετική διαταραχή. Η πρώτη φορά που οι επιστήμονες ασχολήθηκαν με αυτή την κατάσταση ήταν το 1963, αν και προϋπήρχε. Από ότι φαίνεται, η δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζεται πιο συχνά σε άτομα που ζουν στα νότια κλίματα (Νότια Ευρώπη, Αφρική, Ινδία, Μογγολία).
Η δυσανεξία στη λακτόζη προκαλείται από την έλλειψη του ενζύμου λακτάση. Η λακτάση είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται φυσιολογικά στο λεπτό έντερο και διασπά τη λακτόζη, ένα κύριο συστατικό του γάλακτος. Η λακτόζη είναι υδατάνθρακας και δίνει στο γάλα τη γλυκιά του γεύση.
Τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη έχουν χαμηλότερα επίπεδα λακτάσης από το συνηθισμένο, με αποτέλεσμα να μην γίνεται σωστά η πέψη του γάλακτος(δεν διασπάται η λακτόζη). Όταν το άτομο καταναλώσει γαλακτοκομικά με σημαντική ποσότητα λακτόζης, πχ πάνω από 12 γρ (όσο περιέχει ένα ποτήρι γάλα) έχει ενοχλήσεις μετά την κατανάλωση τους όπως φούσκωμα, πόνος στην κοιλιά, κράμπες στην κοιλιά, διάρροια κλπ.
Πολλές φορές το άτομο στην παιδική ηλικία έχει φυσιολογικά επίπεδα λακτάσης στο έντερο, δηλ η πέψη του γάλακτος γίνεται φυσιολογικά ενώ όταν μεγαλώσει ( ενήλικη ζωή) τα επίπεδα αυτά πέφτουν. Τότε το άτομο εμφανίζει τις ενοχλήσεις που προαναφέρθηκαν. Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι πιθανό να πρόκειται για φυσιολογική εξέλιξη του οργανισμού.
Κάποιοι άλλοι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στην δυσανεξία στο γάλα είναι μολύνσεις στο λεπτό έντερο, υποθρεψία, σε άτομα με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, σε άτομα που φέρουν τον ιό HIV, καθώς και σε άτομα που για μεγάλο χρονικό διάστημα σιτίζονταν μόνο με ορό πχ κάποιος που νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο.
Επειδή όπως αναφέρθηκε τα άτομα με δυσανεξία έχουν χαμηλά επίπεδα λακτάσης μπορούν να δοκιμάζουν να καταναλώσουν μικρές ποσότητες γαλακτοκομικών πχ 100 ml γάλα. Σε κάποιες περιπτώσεις ο οργανισμός μπορεί να ανταποκριθεί και σταδιακά να ανεβούν τα επίπεδα της λακτάσης.
Ακόμα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση πχ γιαούρτι, επιδόρπιο γιαουρτιού, τυρί, κεφίρ έχουν χαμηλότερα επίπεδα λακτόζης από το γάλα και είναι συνήθως πιο ανεκτά από τον οργανισμό (σε λογικές πάντα ποσότητες). Επιπλέον κυκλοφορούν στην αγορά ειδικά γάλατα με λιγότερη λακτόζη (70% λιγότερη λακτόζη).
Επίσης υπάρχουν προϊόντα από σόγια (γάλα σόγιας , τόφου). Δεν είναι γαλακτοκομικά προϊόντα, όμως η γεύση τους μοιάζει με τα γαλακτοκομικά. Δεν περιέχουν λακτόζη.
εικόνα 1: κεφίρ, εικόνα 2: τόφου
λέξεις κλειδιά: δυσανεξία, δυσανεξια, λακτοζη, λακτόζη, λακτάση, λακταση, γάλα, γαλα, ζύμωση, γαλα σόγιας, ένζυμο, ενζυμο, τόφου, κεφίρ
Σχόλια